- ακονίζομαι
- ακονίζομαι, ακονίστηκα, ακονισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επακονώ — ἐπακονῶ, άω (Α) 1. παθ. ακονίζομαι 2. (με δοτ. προσ.) ακονίζω πάνω σε κάποιον ή εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek